Σήμερα κλείνουμε τον κύκλο των αφιερωμάτων σε πολιτικά πρόσωπα που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στα θέματα της ιδιωτικής εκπαίδευσης με τη δημοσίευση της συνέντευξης του Πέτρου Ευθυμίου, Υπουργού Παιδείας την περίοδο 2000-2004, κατά τη διάρκεια της θητείας του οποίου ψηφίστηκε ο Ν. 2986/2002, ένα νομοθέτημα που διασφάλιζε πλήρως την συνταγματική επιταγή, το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης που παρέχουν τα ιδιωτικά σχολεία και στοιχειώδεις συνθήκες αυτονομίας και αξιοπρέπειας για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς.
Στη συνέντευξη ο Πέτρος Ευθυμίου αναφέρεται στην αναγκαιότητα της εποπτείας της πολιτείας στην ιδιωτική εκπαίδευση, στην ασυμβατότητα της λογικής του κέρδους στην Παιδεία, στους κινδύνους της εφαρμογής της αντίληψης laissez faire – laissez passé στην εκπαίδευση και στην υποχρέωση του κράτους να διασφαλίσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στα ιδιωτικά σχολεία μέσα από ένα ενιαίο πλαίσιο.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος, τα ιδιωτικά σχολεία παρέχουν δημόσιο αγαθό, άρα πρέπει να εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας. Ποια θα πρέπει να είναι η στάση του κράτους απέναντι στην προσπάθεια ορισμένων να καταργηθεί η διαχρονική αυτή πρόβλεψη και να μετατραπεί το αγαθό αυτό σε εμπόρευμα;
Να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι η εκπαίδευση είναι το κατεξοχήν δημόσιο αγαθό. Άρα όταν μιλάμε για δημόσιο αγαθό, δεν μπορεί να ισχύει η έννοια «εμπόρευμα», commodity. Είναι εξ ορισμού δύο ριζικά αντιτιθέμενες έννοιες. Αν κάνουμε –επομένως- την παραδοχή ότι η εκπαίδευση είναι το κατεξοχήν δημόσιο αγαθό, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δεχτούμε ότι είναι αντικείμενο δημόσιας ευθύνης. Αυτό δεν αποκλείει καθόλου την παροχή εκπαίδευσης από ιδιωτικούς φορείς. Συνεπάγεται όμως ότι υπάρχει ένα εθνικό curriculum, το οποίο προσδιορίζει τα περιεχόμενα, στο γενικό τους πλαίσιο, και έλεγχος στην ποιότητα παροχής υπηρεσιών. Η κρατική εποπτεία έχει αυτό και μόνο τον στόχο κι όχι προφανώς την επιβολή περιοριστικών λειτουργικών κανόνων, την επιβολή δεσμεύσεων και -κατά μείζονα λόγο- οποιαδήποτε μορφή λογοκριτικών παρεμβάσεων στον τρόπο διδασκαλίας, ή και στην υπόδειξη των εκπαιδευτικών πρακτικών. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει διαιώνιση και του σημερινού μοντέλου του σχολείου και του εκπαιδευτικού συστήματος, με το άκαμπτο ωρολόγιο πρόγραμμα, το ένα και μοναδικό βιβλίο κτλ. Οταν εισήγαγα την «ευέλικτη ζώνη» το 2001, την θεώρησα προπομπό μιάς γενικότερης ευελιξίας του σχολείου. Δυστυχώς το πράγμα έμεινε εκεί, παρόλο που αγκαλιάστηε και απο τους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά. Ξαναγυρίζοντας στην ερώτηση σας, εκτιμώ, πώς όποιος φαντάζεται την εκπαίδευση ως γήπεδο επιχειρηματικότητας, διαλέγει λάθος τοπίο. Δεν μπορεί να υπάρχει η λογική του κέρδους, η λογική της άσκησης, ας το πούμε έτσι, μιας αμιγούς επιχειρηματικής δράσης. Η επένδυση στην εκπαίδευση υπάγεται στη λογική της παροχής ενός δημόσιου αγαθού, μέσα από έναν ιδιωτικό φορέα, που προφανώς πρέπει να στηρίζεται στο κέρδος, αλλά με τους εγγενείς περιορισμούς του «προιόντος», το οποίο παράγει και προσφέρει. Είναι για μένα, στέρεο, απλό, καθοριστικό, το θέμα αρχής. Και στους προχειρολογούντες περί επιχειρηματικότητας, τους καλώ να μελετήσουν τις περιπτώσεις των μεγάλων και υποδειγματικών αμερικανικών Πανεπιστημίων, με κλασικότερη εκδοχή εκείνη του Χάρβαρντ, για να διαπιστώσουν ότι η επιδίωξη της οικονομικής αυτοτέλειας και ευρωστίας, επιτυγχάνεται με την προσέλκυση πολλαπλών πηγών χρηματοδότησης, λόγω της επίμονης, αδιάλλακτης και ασυμβίβαστης καλλιέργειας, του δικού τους «προιόντος», που είναι η ακαδημαική αριστεία!
Ωστόσο, πώς μπορεί η πολιτεία να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, όταν το τελευταίο διάστημα οι επιχειρηματίες της εκπαίδευσης δια επίσημων θέσεών τους, μέσω του ΣΕΒ, του ΙΟΒΕ, μιλούν για άρση της εποπτείας της πολιτείας, λένε ότι θέλουμε να λειτουργήσουμε ως «ελεύθερα», «ανεξάρτητα» σχολεία;
Νομίζω ότι θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι, αν υποθέσουμε ότι αποσύρεται η δημόσια εποπτεία από την εκπαίδευση, σημαίνει ότι νομιμοποιούμε την ίδρυση επιχειρήσεων οποιουδήποτε χαρακτήρα που αποκτούν εκπαιδευτικό μανδύα. Θα ήθελε κανείς σχολεία ή Πανεπιστήμια σαϊεντολόγων; Θα ήθελε κανείς σχολεία Ισλαμιστικά, θεοκρατικά ή σχολεία επιλογής των μαθητών , με βάση την «καθαρότητα της φυλής»; Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντίληψη αυτή, η υποτιθέμενα φιλελεύθερη, δεν συνειδητοποιεί τι συνεπάγεται η έλλειψη ρυθμιστικού κανονιστικού πλαισίου στα θέματα της εκπαίδευσης. Είναι μια απολύτως πρόχειρη και επικίνδυνη η συζήτηση, σε ό, τι αφορά τουλάχιστον στις επιπτώσεις που θα είχε η εφαρμογή αυτής της αντίληψης laissez faire – laissez passé στην εκπαίδευση και την Παιδεία.
Πώς θα πρέπει η πολιτεία να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον, αλλά και την ισονομία ανάμεσα σε μαθητές που φοιτούν σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία;
Γυρίζω στο θέμα της κρατικής ευθύνης γύρω από την εκπαίδευση, είτε είναι δημόσια, είτε ιδιωτική. Η πραγματική ευθύνη του κράτους είναι η πλήρης αξιολόγηση και των δημόσιων και των ιδιωτικών μονάδων, και των δημόσιων και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, με ενιαία κριτήρια, ενιαίες αρχές, ενιαίους κανόνες. Και για μένα υπαρχει ένα επώδυνο ερώτημα, γιατί, ενώ ψηφίζω το νόμο για την αξιολόγηση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2002 και γιατί, ενώ το 2004 παραδόθηκαν με πληρότητα οι «εσχάρες» αξιολόγησης κάθε σχολικής μονάδας από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Ερευνας, υπό τον Αλέξη Δημαρά και αντίστοιχα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο υπό τον Σταμάτη Αλαχιώτη η διαδικασία εφαρμογής των κριτηρίων για την ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν αμέσως μετά, χωρίς καμιά εξήγηση, έστω απορριπτική. Είναι η πληρέστερη πρόταση που γνωρίζω, καθώς τα δεκάδες επιτελικά στελέχη του ΚΕΕ και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που εργάστηκαν επί τρία χρόνια, αξιοποιώντας όλη την ευρωπαική εμπειρία των διαφορετικών τρόπων αξιολόγησης, πρότειναν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, ώστε, κάθε εκπαιδευτικός να αξιολογείται μεν πλήρως ατομικά, αλλά μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων και αδυναμιών της σχολικής του μονάδας. Ετσι ώστε η αξιολόγηση να είναι προωθητική δύναμη βελτίωσης της συνολικής ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Είναι λοιπόν η ισότιμη, ισόκυρη και με τα ίδια μέσα αξιολόγηση και των δημόσιων και των ιδιωτικών μονάδων για τη διασφάλιση της ποιότητας, η μόνη πραγματική «παρεμβατική» ευθύνη του κράτους. Τίποτα περισότερο, τίποτα λιγότερο!
Τα στοιχεία πρόσφατης μεγάλης έρευνας σε 1150 περίπου συναδέλφους μας έδειξαν ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί έχουν υψηλό ακαδημαϊκό προφίλ. Περίπου το 60% έχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό έχει παρακολουθήσει σεμινάρια επιμόρφωσης/κατάρτισης. Με γνώμονα ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διορίζονται από το Υπουργείο Παιδείας, συμφωνείτε ότι θα πρέπει να ορίζονται σε όλες τις θέσεις της δημόσιας διοίκησης, μεταφέροντας την εμπειρία τους από τα ιδιωτικά σχολεία;
Θα σας απαντήσω προσωπικά. Ο παππούς μου, Θόδωρος Ευθυμίου, επέλεξε, το 1914, να μην μονιμοποιηθεί στο δημόσιο με τους νόμους του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά προτίμησε να φτιάξει το πρώτο ιδιωτικό σχολείο στη Λάρισα. Γιατί το έκανε; Γιατί ήταν στο κλίμα του Εκπαιδευτικού Ομίλου και ήθελε να δημιουργήσει ένα σχολείο στο οποίο να εφαρμόσει τις παιδαγωγικές αρχές που έκρινε προτιμότερες και προσφορότερες για την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Ένα σωστό, όπως το θεωρούσε, ο ίδιος, σχολείο. Τι εννοώ; Ο Θόδωρος Ευθυμίου προφανώς μπορούσε να διευθύνει θαυμάσια κι οποιαδήποτε δημόσια μονάδα. Με την πληρότητα και την επάρκεια και της μακράς του διαδρομής πριν και όταν αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ιδιωτικό σχολείο, για να νιώθει ότι προσφέρει πρωτοπόρες εκπαιδευτικές υπηρεσίες στα παιδιά. Το ίδιο, άλλωστε, έκανα και εγώ. Με την πρώτη μου σύζυγο, Γκόλφω Τζελετοπούλου, ιδρύσαμε και λειτουργήσαμε ένα ιδιωτικό νηπιαγωγείο. Η Γκόλφω, μετά, εντάχθηκε στο δημόσιο και ολοκλήρωσε την διαδρομή της ως σύμβουλος προσχολικής αγωγής με τα μεταπτυχιακά και την διδακτορική διατριβή της. Αυτό το νηπιαγωγείο ήταν, από κάθε άποψη, πρότυπη μονάδα προσχολικής αγωγής, που παρείχε, ιδιωτικά μεν αλλά με πληρότητα, την εκπαίδευση στο πλαίσιο παροχής ενός δημόσιου αγαθού. Με ποιότητα και κανόνες. Άρα, δεν μπορείς να διαχωρίσεις τον δημόσιο από τον ιδιωτικό εκπαιδευτικό όσον αφορά την επάρκειά του, όσον αφορά τις δυνατότητές του. Αλλά επαναλαμβάνω, δεν θα λυθούν αυτά τα θέματα, αν δεν διαμορφώσουμε ένα ενιαίο πλαίσιο αξιολόγησης της εκπαίδευσης, που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η ποιότητα και στο δημόσιο και στο ιδιωτικό σκέλος.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται το φαινόμενο της επέκτασης της παραπαιδείας στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, μέσω της ανεξέλεγκτης ίδρυσης παράνομων φροντιστηρίων δημοτικού-κέντρων μελέτης, χωρίς κανέναν έλεγχο από την πολιτεία και με σαφείς κινδύνους για την ψυχοσυναισθηματική ισορροπία των παιδιών σε τρυφερή ηλικία, που ιδρυματοποιούνται σε περιβάλλον τάξης από τις 8 το πρωί και συχνά έως τις 10 το βράδυ. Ποια είναι η θέση σας για το ζήτημα;
Θα σας απαντήσω πεντακάθαρα. Όλη η προσπάθειά μου ως Υπουργού Παιδείας το 2000-2004 ήταν να ενισχύσω το ολοήμερο σχολείο. Και κατά κοινή παραδοχή, το Ολοήμερο, όπως αρτιώθηκε την χρονιά 2003-04, ήταν μια κλασική εκπαιδευτική επιτυχία. Το ολοήμερο σχολείο είναι η απάντηση σ’ αυτό που λέτε. Αν, λοιπόν, εγκαταλείψει κανείς το ολοήμερο σχολείο, μπαίνει σε παράξενα σχήματα, τα οποία στερούνται συν τοις άλλοις και διαυγών εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών χαρακτηριστικών. Άρα, είτε στο δημόσιο είτε στο ιδιωτικό σχολείο είναι ο τύπος του ολοήμερου σχολείου, που πρέπει να εφαρμόζεται καθολικά, με κριτήριο πάντα τον αυστηρό έλεγχο της ποιότητας. Γιατί το ολοήμερο σχολείο δεν μπορεί να είναι αποθήκη παιδιών, δεν είναι διευκόλυνση των γονέων με την μορφή απογευματινού «πάρκινγκ», πρέπει να είναι λειτουργικό, εκπαιδευτικά, παιδαγωγικά, ψυχαγωγικά, δημιουργικά. Η απάντηση μου στο ερώτημα είναι σαφής: είτε είναι δημόσιο, είτε ιδιωτικό, ολοήμερος τύπος σχολείου κι όχι άλλες επιλογές.
Αντιγράφουμε από την απόφαση 622/2010 του ΣτΕ: «Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της εκπαίδευσης και για τον λόγο ότι εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της Παιδείας, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος». Ένα καθεστώς ελεύθερων, αναιτιολόγητων απολύσεων εξυπηρετεί τη συνταγματική επιταγή; Πώς θα πρέπει να διασφαλίζονται στοιχειώδεις όροι εργασιακής δικαιοσύνης για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και προστασίας του δημόσιου συμφέροντος στα ιδιωτικά σχολεία;
Η απόφαση αυτή εκφράζει το πνεύμα και το γράμμα του νόμου που είχα ψηφίσει. Ότι ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός είναι εκπαιδευτικός. Αυτό ήταν το νόημα. Και όσα σας είπα στην συνέντευξη μας ως τώρα, είναι ακριβώς η αντίληψη συναλληλίας δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης, άρα και του ρόλου, της θέσης και του έργου, των ίδιων των εκπαιδευτικών…
Ο κ. Πέτρος Ευθυμίου είναι καθηγητής φιλόλογος και δημοσιογράφος.
Υπήρξε Ευρωβουλευτής και βουλευτής του ΠαΣοΚ (1999-2012).
Υπουργός Παιδείας 2000-2004.
Εξελέγη Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) την περίοδο 2010-2012.
Το 2012-2013 υπήρξe fellow του Weatherhead Center For International Affaires (WCFIA) του School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.