Εκατόν εξήντα τέσσερα χρόνια πέρασαν από την απαίτηση των εργατριών στη Ν. Υόρκη για ίση αντιμετώπιση των φύλων. Το αίτημα της 8ης Μαρτίου του 1857 παραμένει όχι απλώς επίκαιρο αλλά περισσότερο επιτακτικό από ποτέ.
Μέσα σε συνθήκες πανδημίας, εθνικές κυβερνήσεις στην Πολωνία, στην Ουγγαρία, στην Τουρκία, στη Ρουμανία, βρίσκουν την ευκαιρία κόντρα στο ρεύμα της ιστορίας να αναβιώσουν και να ενισχύσουν τη δύναμη της πατριαρχίας, περιορίζοντας την ελευθερία των αμβλώσεων, προτείνοντας την αποχώρηση από την σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (που συμπεριλαμβάνει τη βία κατά των γυναικών στη λίστα των αναγνωρισμένων από την ΕΕ εγκλημάτων), περιορίζοντας τα δικαιώματα των τρανσέξουαλ και διαμορφώνοντας μια ατζέντα κατά των ΛΟΑΤΚΙ ή απαγορεύοντας στην εκπαίδευση τη συζήτηση για την έννοια του «φύλου».
Αλλά και στην Ελλάδα οι γυναίκες βιώνουν τον αποκλεισμό ως προέκταση της σκληρής, νεοφιλελεύθερης και αντικοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης. Η εργασιακή ανασφάλεια, οι ανισότητες στον καθημερινό στίβο, η παραβίαση δικαιωμάτων, η απαξίωση της ζωής των προσφυγισσών που εγκαταλείπονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή βιώνουν τον αποκλεισμό των παιδιών τους από τα σχολεία, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Γιατί κάτω από αυτό, κρύβεται ένα πλέγμα πολιτικών στάσεων και αντιλήψεων που αντανακλά το βαθύ συντηρητισμό των κυβερνώντων.
Οι έμφυλες ανισότητες διογκώνονται την ίδια στιγμή που τα καθήκοντα των γυναικών πολλαπλασιάζονται λόγω πανδημίας, την ίδια στιγμή που τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, την ίδια στιγμή που το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, που η Επιθεώρηση Εργασίας (καταφύγιο για καταγγελία φαινομένων όπως η μαύρη εργασία ή οι απολύσεις λόγω μητρότητας) είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, την ίδια στιγμή που βιώνουμε τα επακόλουθα της υποχρηματοδότησης των δημόσιων αγαθών της Παιδείας και της Υγείας.
Βλέπουμε το νομοσχέδιο για την αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, με αιχμή του δόρατος τη συνεπιμέλεια των διαζευγμένων γονέων στα τέκνα τους, να εισάγεται για ψήφιση χωρίς διαβούλευση με τις γυναικείες οργανώσεις.
Βλέπουμε τη Γενική Γραμματεία Ισότητας Φύλων, που από το 1985 ήταν ο φορέας που σχεδίαζε και επόπτευε τις πολιτικές ισότητας, να μετονομάζεται το 2021 σε Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας Φύλων. Μια μετονομασία που ευθέως συνδέεται με την υποβάθμιση των Γυναικών, καθώς η ταύτιση των πολιτικών ισότητας με το δημογραφικό πρόβλημα και την οικογένεια, είναι ευθεία αναπαραγωγή και διαιώνιση των στερεοτυπικών αντιλήψεων σχετικά με τον κυρίαρχο ρόλο των γυναικών. Την ίδια στιγμή που ο χυδαίος σεξισμός κυριαρχεί στα υποπροϊόντα της τηλεόρασης ή που όργανα της «προστασίας του πολίτη», κυριολεκτικά, γυμνώνουν νεαρή κοπέλα στην Πατησίων ή διακωμωδούν ΛΟΑΤΚΙ άτομα.
Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα η κοινωνία εμβρόντητη παρακολουθεί τον κατακλυσμό της επικαιρότητας από περιστατικά έμφυλης βίας. Μετά την καταγγελία της Σ. Μπεκατώρου, ένα πλήθος ανθρώπων σπεύδει να καταγγείλει τις ποικίλες μορφές κακοποίησης που έχει υποστεί και να συνταχθεί με το κίνημα #MeToo. Κι όμως. Το victim blaming, σε μια προσπάθεια απαξίωσης των θυμάτων και υποβάθμισης όσων έχουν υποστεί, γίνεται το κύριο εργαλείο του συστήματος στο ξέπλυμα των δραστών. Το ζούμε δυστυχώς και στην εκπαίδευση με την αγωνιώδη προσπάθεια του κ. Μπαμπινιώτη και των αυλικών του να παρεμποδίσουν καταγγελίες για την εγκληματική δραστηριότητα συγκεκριμένων προσώπων στα Αρσάκεια Σχολεία.
Την ίδια στιγμή η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, που μαζί με την εκπαίδευση στα δικαιώματα, θα μπορούσαν να δώσουν σοβαρό πλήγμα στις στρεβλές αντιλήψεις περί «κανονικότητας» (που οδηγούν τα άτομα στον κοινωνικό αποκλεισμό, το bullying, την κακοποίηση), αποκλείεται από τις σχολικές αίθουσες εξαιτίας των ακραία συντηρητικών, αντιδραστικών και φοβικών αντιλήψεων που κυριαρχούν στην δήθεν φιλελεύθερη διακυβέρνηση.
Ως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δεν ξεχνούμε την αντιμετώπιση των μητέρων συναδέλφων μας από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Εδώ και 7 μήνες (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη περισσότερο) μητέρες σε άδεια ανατροφής τέκνου παραμένουν απλήρωτες παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις των εξαθλιωμένων συναδελφισσών μας και τις εκκλήσεις της ΟΙΕΛΕ σε διάλογο. Τόσο η Υπουργός Παιδείας στην οποία κοινοποιήσαμε εξώδικο από το Δεκέμβριο όσο και η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας στην οποία απευθύναμε έκκληση διαλόγου (μητέρες και γυναίκες…), αρνήθηκαν έστω και στοιχειώδους απάντησης. Είναι θλιβερή η διαπίστωση ορισμένοι να θέτουν την απέχθειά τους για εργαζόμενους πάνω και από τη μητρότητα…
Επίσης, είναι σημαντικό να θυμόμαστε και να ακούμε τις φωνές που αποσιωπούνται, φωνές γυναικών των οποίων την αντίσταση τιμούμε και σεβόμαστε. Είναι οι γυναίκες εργάτριες, οι μετανάστριες, οι γυναίκες Ρομά, οι γυναίκες τρανς, οι κρατούμενες, οι καθαρίστριες των σχολείων και των σπιτιών μας, οι γυναίκες που φροντίζουν τα παιδιά μας όσο εμείς εκπαιδεύουμε τα παιδιά άλλων, οι γυναίκες που φροντίζουν τους ηλικιωμένους γονείς μας, όλες αυτές οι γυναίκες που-συχνά- είναι αόρατες.
Ως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, ενώνουμε τη φωνή μας με όλους-όλες-όλα που αμφισβητούν αυτό το status quo και τιμάμε την 8η Μάρτη συμμετέχοντας στις προγραμματισμένες δράσεις. Αγωνιζόμαστε για ένα συμπεριληπτικό φεμινισμό μέχρι κάθε γυναίκα, κάθε κορίτσι, κάθε άνθρωπος να μπορεί να ζει με ασφάλεια, αξιοπρέπεια και ελευθερία.