Άρθρο 16, παρ. 8 του Συντάγματος
Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Kράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.
H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τον εκπαιδευτικό διάλογο προεκλογικά και μετεκλογικά μονοπωλεί η αναθεώρηση του άρθρου 16, τουλάχιστον στην παράγραφό που αφορά στην ανώτατη εκπαίδευση. Ειδικότερα, ο διάλογος εστιάζει στις δύο αντιμαχόμενες απόψεις περί παραχώρησης ή μη σε ιδιώτες της δυνατότητας παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Οι «εμπλεκόμενοι» όμως σ’ αυτόν δείχνουν να ξεχνούν ότι στο ίδιο άρθρο και στην ίδια παράγραφο προβλέπεται η παροχή της τυπικής εκπαίδευσης (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας) από μη κρατικούς φορείς. Εκτιμώ πως στη συζήτηση για την αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου θα πρέπει να αξιοποιηθεί η ιστορική εμπειρία από το χώρο της ιδιωτικής τυπικής εκπαίδευσης. Από τη στιγμή που στη σημερινή «προτείνουσα Βουλή» φαίνεται ότι υπάρχει η δυνατότητα συγκέντρωσης 180 ψήφων για την αναθεώρηση του αρ. 16, είναι πολύ σημαντικό να δούμε, αν με την παρούσα τάξη πραγμάτων είναι εφικτή η προστασία του δημόσιου αγαθού της εκπαίδευσης, όταν αυτό παρέχεται από ιδιώτες.
Η ιδιωτική εκπαίδευση στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας έχει περιεκτική ιστορία στη χώρα. Η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος του αδύναμου νεοσύστατου Ελληνικού κράτους δεν ικανοποιούσε την αναδυόμενη αστική τάξη που προσέβλεπε σε ποιοτικότερες, ευρωπαϊκού επιπέδου, υπηρεσίες. Έτσι, το 1836 ιδρύθηκε η «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», το 1843 το Βαρβάκειο και το 1849 το «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον». Ενώ όμως η εκκίνηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης συνδυάστηκε με την εκπαιδευτική ποιότητα, στη συνέχεια ταυτίστηκε με την αναπαραγωγή μιας οικονομικής και κοινωνικής ελίτ.
Σε μεγάλο βαθμό αυτό σχετίζεται με την ελληνική «ιδιαιτερότητα» σε σχέση με την διεθνή ιδιωτική εκπαίδευση. Ενώ η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών σχολείων σε ΗΠΑ και Ευρώπη ανήκουν σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και εποπτεύονται στενά από το κράτος, στην Ελλάδα η μεγάλη πλειονότητα των μη κρατικών εκπαιδευτηρίων ελέγχονται από φυσικά πρόσωπα. Αυτό, ίσως, αποτελεί και την καρδιά του προβλήματος της εποπτείας της πολιτείας στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς οι «φυσικοί» ιδιοκτήτες (γνωστοί και με τους παλαιότερους όρους «λυκειάρχες» ή «σχολάρχες») έχουν, σε αντίθεση με τους μη κερδοσκοπικούς φορείς, ως κύριο στόχο το κέρδος και όχι την παροχή ποιοτικών εκπαιδευτικών και πολιτιστικών αγαθών και υπηρεσιών. Για το λόγο αυτό έχουν συγκροτήσει ένα πολύ ισχυρό συντεχνιακό λόμπι που διαρκώς πιέζει για συρρίκνωση της κρατικής εποπτείας, ώστε ο αδύναμος έλεγχος των αρχών της πολιτείας να «επιτρέπει» παραβιάσεις της εκπαιδευτικής, της εργατικής και της φορολογικής νομοθεσίας. Οι παραβιάσεις αυτές οδηγούν σε μεγιστοποίηση του κέρδους και σε νόθευση των ενδοσχολικών διαδικασιών, ώστε να αποδίδονται υψηλότεροι βαθμοί και να εκδίδονται με μεγαλύτερη ευκολία τίτλοι σπουδών.
Η σε βάθος επτά δεκαετιών εμπειρία της ΟΙΕΛΕ έχει δείξει ότι ο βαθμός παραβατικότητας είναι πολύ υψηλότερος στα κερδοσκοπικά από ό, τι στα μη κερδοσκοπικά σχολεία. Η υπόθεση των 18 ιδιωτικών τεχνικών λυκείων που εξέδιδαν χιλιάδες πλαστούς τίτλους σπουδών με περίπου 2000 αποφοίτους τους να υπηρετούν σήμερα παράνομα στο δημόσιο είναι μια μόνο από τις δεκάδες υποθέσεις σοβαρότατων παρανομιών που καταδολιεύουν δημόσιες διαδικασίες με αποτέλεσμα να πλήττεται το δημόσιο αγαθό της Παιδείας και να καταστρατηγείται η ισονομία ανάμεσα σε μαθητές που φοιτούν σε νομίμως ή παρανόμως λειτουργούντα σχολεία. Η πλήρης απορρύθμιση του χώρου της ιδιωτικής εκπαίδευσης μετά το 2013 προκάλεσε ακόμη και την παρέμβαση της Κομισιόν που τιμώρησε την Ελλάδα με άμεσο «πάγωμα» της αντιστοίχισης του Εθνικού με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων και ζήτησε ισχυρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για τον χώρο αυτό.
Αυτή η διάκριση ανάμεσα σε κερδοσκοπικούς και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς φαίνεται πως θα είναι η σημαντικότερη «τριβή» για την αναζήτηση 180 ψήφων στη Βουλή. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα της ομιλίας του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κιν.Αλλ. Ν. Ανδρουλάκη στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στη Βουλή:
«Σε κάθε περίπτωση, μην περιμένετε να δεχθούμε ως ισότιμα πανεπιστήμια, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια που θα βάλουν απλά μια ταμπέλα και θα κάνουν εμπόριο πτυχίων»
Η άποψή μου είναι πως ο τίτλος του «μη κερδοσκοπικού» δεν αρκεί ως εγγύηση νομιμότητας. Εκμεταλλευόμενα την εσκεμμένη αδράνεια των εποπτικών αρχών της πολιτείας, κάποια μη κερδοσκοπικά ιδιωτικά σχολεία παραβιάζουν και αυτά τους νόμους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της καταστροφής απουσιολογίων από ιστορικό ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας, ώστε να αποφοιτήσουν μαθητές ισχυρών οικογενειών που είχαν πάνω από 400 απουσίες. Χαρακτηριστικά είναι και τα παραδείγματα θρησκευτικών σχολείων με μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα που δυστυχώς πρωταγωνιστούν σε βαρύτατες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, καταπατώντας βάναυσα στοιχειώδη δικαιώματα των εκπαιδευτικών.
Το άρθρο 16 (σε σχέση με τα ιδιωτικά σχολεία) δεν θέτει προϋποθέσεις-προδιαγραφές κρατικής εποπτείας ανάλογες με αυτές του γαλλικού και του γερμανικού Συντάγματος. Μπορεί βάσει της πάγιας νομολογίας (αναφέρω ενδεικτικά την απόφαση Ολομέλειας του ΣτΕ 622/2010) να εκφράζεται η ανάγκη ισχυρής εποπτείας και «κατά το δυνατόν σταθερών εργασιακών σχέσεων για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς», άλλες όμως αποφάσεις (βλ. 2114/2021) εξαρτούν το βαθμό της έντασης από το νομοθέτη.
Με ασφάλεια μπορώ να καταθέσω ότι αυτός ακριβώς ο βαθμός έντασης εξαρτιόταν από την αντίσταση των εκάστοτε κυβερνώντων στις πιέσεις του λόμπι των ιδιοκτητών της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Υπήρξαν Υπουργοί Παιδείας που προστάτευσαν με ένα αυστηρό, ανάλογο ευρωπαϊκών χωρών, ρυθμιστικό πλαίσιο το δημόσιο αγαθό που παρέχουν τα ιδιωτικά σχολεία (Π. Ευθυμίου. Μ. Γιαννάκου, Ν. Φίλης). Υπήρξαν Υπουργοί που ελάττωσαν το βαθμό εποπτείας, διατηρώντας όμως το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους (Α. Διαμαντοπούλου). Υπήρξαν, όμως, και Υπουργοί (Κ. Αρβανιτόπουλος, Ν. Κεραμέως) που ελαχιστοποίησαν σε τέτοιο βαθμό την κρατική εποπτεία, με αποτέλεσμα η απορρύθμιση να οξύνει την ανομία και να ναρκοθετεί την ισονομία των μαθητών και τη διαφάνεια στην απονομή των τίτλων σπουδών. Μόνο και μόνο το γεγονός της αποχώρησης άνω του 30% των ενεργών εκπαιδευτικών από την ιδιωτική εκπαίδευση – αριθμός χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο στο χώρο – την τριετή περίοδο εφαρμογής του Νόμου Κεραμέως (Ν. 4713/2020), αλλά και η προαναφερθείσα παρέμβαση της Κομισιόν το 2014 αποδεικνύουν το βαθμό της παθογένειας, όταν απορρυθμίζεται σε τέτοια έκταση η ιδιωτική εκπαίδευση .
Εν κατακλείδι. Θα πρέπει οι υπέρμαχοι της αναθεώρησης του άρθρου 16 να αναλογιστούν, εάν σε ένα τέτοιο πλαίσιο αδύναμης κρατικής εποπτείας είναι εφικτό να προστατεύεται το πιο ευαίσθητο, ίσως, δημόσιο αγαθό. Αν, δηλαδή, με ένα αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό που ισχύει σήμερα για τα ιδιωτικά σχολεία, μπορεί να παρέχονται από ιδιώτες ή από μη κερδοσκοπικούς φορείς υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης που θα εξυπηρετήσουν το στόχο της ποιοτικής πανεπιστημιακής Παιδείας για όσο το δυνατόν περισσότερους. Η δική μας εκτίμηση είναι πως, με το βαθμό εποπτείας που ισχύει σήμερα στην τυπική ιδιωτική εκπαίδευση, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να οδηγηθούμε σε ένα ατελείωτο πάρτι εμπορίας τίτλων σπουδών για έχοντες και κατέχοντες με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ελληνική κοινωνία. Εάν δεν μπουν ισχυροί όροι εποπτείας του κράτους, όπως αυτοί που ισχύουν στο γαλλικό και στο γερμανικό Σύνταγμα, τα δεινά της ιδιωτικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα μεταφερθούν και στην ανώτατη.
Επομένως, προτείνουμε στις πολιτικές δυνάμεις που θα συμφωνήσουν με την πρόταση της κυβέρνησης, να ζητήσουν και την επί το αυστηρότερο αναθεώρηση της παραγράφου 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος και για τα ιδιωτικά σχολεία. Αν, εν τέλει, αποφασίσουμε να αρθεί από κάθε πεδίο του εκπαιδευτικού μας συστήματος το «κρατικό μονοπώλιο», τουλάχιστον ας θέσουμε αυστηρότατους όρους λειτουργίας και ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο ποιότητας, ώστε οι συνέπειες της εμπορευματοποίησης της Παιδείας να μην ενισχύσουν περαιτέρω τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες και, το κυριότερο, να πλήξουν όσο δυνατόν λιγότερο τα παιδιά των μη προνομιούχων Ελλήνων.
Δρ Γιώργος Χριστόπουλος
Πρόεδρος ΔΣ ΟΙΕΛΕ