Συντριπτική απάντηση στο κίβδηλο νεοφιλελεύθερο αφήγημα της κυβέρνησης που θέτει ως πυρήνα των εργασιακών σχέσεων τις ατομικές συμβάσεις, δίνουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα. Σε έρευνα που δημοσίευσε η ΓΣΕΕ στο πλαίσιο της ΔΕΘ και που διενήργησε η εταιρεία Alco σε 1500 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα σε όλη την Ελλάδα, γίνεται καθαρό πως η μεγάλη πλειονότητά τους απαιτεί την επαναφορά του πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων που ισοπεδώθηκε την περίοδο των Μνημονίων με αποτέλεσμα την κατάρρευση των περισσότερων συλλογικών συμβάσεων. Η ισοπέδωση των ΣΣΕ είχε ως αποτέλεσμα την επιδιωκόμενη από τους δανειστές και την εγχώρια ελίτ εσωτερική υποτίμηση από την οποία επωφελήθηκαν αποκλειστικά και μόνο οι εργοδότες. Διόλου τυχαία σήμερα, περίπου 15 έτη μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης είμαστε πανευρωπαϊκά ουραγοί στην αγοραστική δύναμη και πρωταθλητές στα εταιρικά κέρδη.
Τα ευρήματα της έρευνας της ΓΣΕΕ αποδεικνύουν ότι το νεοσυντηρητικό αφήγημα της κυβέρνησης της ΝΔ σύμφωνα με το οποίο ο εργαζόμενος δεν χρειάζεται συνδικάτα και συλλογικές συμβάσεις, αλλά μπορεί να διαπραγματεύεται ισότιμα (!) με τον εργοδότη του δεν γίνεται πιστευτό παρά από ελάχιστους. Η Νέα Δημοκρατία φυσικά προβάλλει και υπερασπίζεται τη θέση των εργοδοτών, διότι σε κλάδους που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις οι αμοιβές είναι κατά 20% χαμηλότερες. Χωρίς ΣΣΕ έχουμε φτωχοποιημένο εργατικό δυναμικό και εκτόξευση των εταιρικών κερδών.
Τα ευρήματα της έρευνας
Οι ερωτηθέντες εργαζόμενοι στη συντριπτική τους πλειονότητα (85%) θεωρούν ότι οι συλλογικές συμβάσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα, το 83% αναγνωρίζει την επίδρασή τους στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας, το 80% στην διασφάλιση συνθηκών υγείας, το 73% στην αύξηση των αμοιβών και το 71% στην επίλυση διαφορών μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών.
Από τους εργαζόμενους που δηλώνουν ότι έχει βελτιωθεί κάποιος εργασιακός όρος με βάση την σύναψη συλλογικής σύμβασης, το 83% αναφέρει την αύξηση του μισθού, το 24% την ευνοϊκότερη ρύθμιση του ωραρίου εργασίας και το 14% τη σύναψη πρόσθετου ασφαλιστικού συμβολαίου.
Για το 74% οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία των εργαζόμενων και την επίτευξη ισότιμων συνθηκών εργασίας, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό (76%) θεωρεί ότι εργαζόμενος χωρίς συλλογική σύμβαση εργασίας έχει αρνητική επίπτωση στην εργασιακή εξέλιξη και τα δικαιώματά του.
Τέλος, οι εργαζόμενοι τάσσονται σε ποσοστό 82% υπέρ της καθολικότητας ισχύος των εργασιακών συμβάσεων για όλους τους εργαζόμενους και της επεκτασιμότητας για όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου.
Τι σημαίνει καθολική ισχύς και επεκτασιμότητα για όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου; Εάν, για παράδειγμα, η ΟΙΕΛΕ υπογράψει συλλογική σύμβαση με την αντιπροσωπευτικότερη οργάνωση στο χώρο των φροντιστηρίων, την ΟΕΦΕ, η σύμβαση αυτή θα πρέπει να ισχύσει για όλα τα φροντιστήρια της χώρας κι όχι μόνο αυτά που ανήκουν στην ΟΕΦΕ και να καλύπτει όλους τους εκπαιδευτικούς του χώρου πανελλαδικά.
Η κατάσταση στην ιδιωτική εκπαίδευση
Μια από τις πιο δραματικές επιπτώσεις της εφαρμογής των Μνημονίων για τους εργαζόμενους όλης της χώρας ήταν η κατάρρευση των συλλογικών συμβάσεων. Στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης τα αποτελέσματα ήταν συντριπτικά. Από το ωρομίσθιο των περίπου 11 ευρώ στα Φροντιστήρια και των 10 ευρώ στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών που με αγώνες και μεγάλες δυσκολίες υπέγραψαν ΟΙΕΛΕ και πρωτοβάθμια σωματεία, φτάσαμε στο άθλιο …2,92 ευρώ μετά την κατάρρευση των ΣΣΕ. Στα δε ιδιωτικά σχολεία που υπήρχε Διαιτητική Απόφαση, οι εκπαιδευτικοί έχασαν τη δυνατότητα της έκπτωσης του 90% στα δίδακτρα για τα παιδιά τους που φοιτούσαν στο σχολείο που εργάζονται (οι εκπαιδευτικοί των ιδιωτικών σχολείων έχασαν περίπου 35-40% των μισθών τους με την ένταξη στο Ενιαίο Μισθολόγιο).
Υπάρχει η δυνατότητα σύναψης ΣΣΕ σήμερα; Με τον αντεργατικό Νόμο Χατζηδάκη, αν αποχωρήσει η εργοδοτική πλευρά, για να προτείνει σύμβαση ο ΟΜΕΔ (ο οργανισμός διαιτησίας που παρεμβαίνει, όταν αποτυχαίνουν οι απευθείας διαπραγματεύσεις) θα πρέπει ο κλάδος της οικονομίας που υπογράφεται η σύμβαση να έχει ισχυρό αντίκτυπο στο Α.Ε.Π. της χώρας (άρα με το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς η δυνατότητα σύναψης ΣΣΕ είναι σχεδόν αδύνατη για τους περισσότερους κλάδους, φυσικά και για την εκπαίδευση). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι που καλύπτονται με ΣΣΕ να αποτελούν μόλις το 25% του συνόλου, έναντι του 80% που απαιτεί η Ε.Ε. για τα κράτη-μέλη της. Δεν είναι τυχαίο, όπως αναφέραμε, ότι, την ώρα που διαθέτουμε τους πιο φτωχούς μισθωτούς στην Ευρώπη, είμαστε πρώτοι στα κέρδη των επιχειρήσεων.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στη μη τυπική εκπαίδευση; Σε Φροντιστήρια και σε Κέντρα Ξένων Γλωσσών, και σε μια περίοδο ασφυκτικής ακρίβειας και πληθωρισμού, οι εκπαιδευτικοί λαμβάνουν καθαρά περίπου 8 ευρώ την ώρα. Ψίχουλα, δηλαδή, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζόμενων και το τεράστιο κύμα ακρίβειας που σαρώνει τη χώρα. Στα ΙΕΚ η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, καθώς εκεί οι συνάδελφοι αμείβονται αδίκως με βάση το 40ωρο (κι όχι τις 21 ώρες που προβλέπεται για τις υπόλοιπες δομές μη τυπικής εκπαίδευσης). Διαθέτουμε, δηλαδή, με διαφορά το πιο κακοπληρωμένο επιστημονικό προσωπικό στην Ε.Ε.
Γι’ αυτό ζητάμε την άμεση αποκατάσταση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων που αποτελεί αίτημα των εργαζόμενων σε όλο τον κόσμο και έχει υιοθετηθεί από το Ευρωκοινοβούλιο μετά από παρέμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για να βελτιωθούν οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων.