Μετά από σχετική πρόσκληση, ο Πρόεδρος της ΟΙΕΛΕ Γιώργος Χριστόπουλος συμμετείχε σε διαδικτυακή ακρόαση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής και κατέθεσε υλικό σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση.
Ξεκίνησε την τοποθέτησή του, εκφράζοντας την αντίθεσή του σε μέλος της επιτροπής που χαρακτήρισε την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών “αντιδραστικούς” ως προς τις νέες τεχνολογίες, λέγοντας πως αυτό αποτελεί λεκτική υπερβολή. Πρόσθεσε ότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί αδικούν την πλειονότητα των συναδέλφων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που, αν και με χαμηλότατες αμοιβές, έλλειψη κατάρτισης και κακές συνθήκες εργασίας – κυρίως οι αναπληρωτές και οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί – δείχνουν διάθεση και προθυμία να ενσωματώσουν τα νέα εργαλεία στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Έκανε εκτενή αναφορά στην επικίνδυνη πολιτική της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας που ξεκίνησε την τηλεκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας χωρίς καμία διασφάλιση εφαρμογής του κανονισμού GDPR, με αποτέλεσμα να έχουμε την μεγαλύτερη διαρροή προσωπικών δεδομένων στην ιστορία της Ε.Ε. Ενημερωσε για την αναφορά που κατέθεσε η ΟΙΕΛΕ την Μάιο του 2020 στην Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, καθώς ο κίνδυνος για την προσβολή της προσωπικότητας μαθητών και εκπαιδευτικών, για διακρίσεις, για την αποκάλυψη δεδομένων που ανακοινώνονται εντός τάξης, για την παρακολούθηση εκπαιδευτικών μέσω των μεταδεδομένων και της ασφάλειας των μαθητών ήταν τεράστιος. Μίλησε για τις ψηφιακές ανισότητες (digital divide) τόσο στην τυπική εκπαίδευση όσο και στην κατάρτιση με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 24η σχετική θέση στην Ε.Ε. των 26.
Τόνισε ότι για την τεχνητή νοημοσύνη δεν πρέπει να είμαστε ούτε Λουδίτες, ούτε όμως να ενσωματώνουμε τα πάντα άκριτα και χωρίς σοβαρο προγραμματισμό. Η τεχνητή νοημοσύνη και τα ψηφιακά εργαλεία θα πρέπει να κατέχουν σημαντική θέση στην εκπαίδευση, θα πρέπει να εισαχθούν με τέτοιο τρόπο όμως, ώστε να μην επηρεαστεί η εκμάθηση ζωτικών δεξιοτήτων των παιδιών και η κριτική και αντιληπτική τους ικανότητα. Έφερε ως παράδειγμα τη Σουηδία που λαμβάνει αποφάσεις επιστροφής σε πιο παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας, διαπιστώνοντας υποχώρηση σε κρίσιμες ικανότητες των μαθητών.
Ανέφερε ότι η ΟΙΕΛΕ βρίσκεται σε διάλογο με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής για θέματα επιμόρφωσης και κατάρτισης, υπογράμμισε όμως ότι η ένταξη πρακτικών τεχνητής νοημοσύνης στην εκπαίδευση απαιτεί ριζοσπαστικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Υπενθύμισε τις πάγιες θέσεις της ΟΙΕΛΕ και του ΚΑΝΕΠ – ΓΣΕΕ σύμφωνα με τις οποίες οι διαχρονικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Παιδείας είναι αποσπασματικές, ότι το αναλυτικό πρόγραμμα και τα εγχειρίδια είναι αναχρονιστικά, ότι ο όγκος της ύλης είναι τεράστιος, ότι οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν σωστή επιμόρφωση ούτε ηθικά και οικονομικά κίνητρα. Χωρίς βαθιές και συστημικές αλλαγές, τα νέα εργαλεία της τεχνολογίας δεν θα ενσωματωθούν με τον τρόπο που πρέπει και από αυτό θα πληγούν κατά κύριο λόγο οι μαθητές και οι μαθήτριες, κυρίως από μη προνομιούχα στρώματα, που θα έχουν φτωχά εφόδια να ανταγωνιστούν τους συνομηλίκους τους σε ένα ακραία ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον.
Τέλος, ενημέρωσε ότι ήδη η ΟΙΕΛΕ ετοιμάζει επιτροπή για την Τεχνητή Νοημοσύνη στην οποία θα συμμετέχουν συνάδελφοι με πολύ σημαντική εμπειρία στο χώρο των νέων τεχνολογιών, με στόχο τόσο την ερευνητική προσέγγιση όσο και την κατάθεση προτάσεων πολιτικής στο δημόσιο διάλογο.