Η ΟΙΕΛΕ απέστειλε την ακόλουθη επιστολή προς τη Γ.Γ. Εργασίας κ. Α. Στρατινάκη, ώστε να διευκρινιστούν οι ασάφειες των νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν το χρόνο λήξης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου των συναδέλφων μας σε Φροντιστήρια και ΚΞΓ μετά το πέρας της αναστολής. Η παρέμβαση αυτή γίνεται μετά από αίτημα εκατοντάδων ιδιωτικών εκπαιδευτικών που αδυνατούν να κατανοήσουν τις ρυθμίσεις, ενώ αντίστοιχο πρόβλημα έχουν και οι εκπαιδευτικές μονάδες:
ΘΕΜΑ: ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Αξιότιμη Κυρία Γενική Γραμματέα,
Αφορμή της παρούσας επιστολής μας στάθηκε το γεγονός της δυσχέρειας ερμηνείας των διατάξεων των πρόσφατων ΠΝΠ, ΚΥΑ και Εγκυκλίων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αναφορικά με το ζήτημα της λήξης των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και της συνέχισης της σύμβασης για τον υπολειπόμενο συμφωνηθέντα χρόνο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν τα νομικά κείμενα. Το ενδιαφέρον της Ομοσπονδίας μας για την αναγκαία, κατ’ εμάς, διευκρίνιση εκ μέρους των υπηρεσιών του Υπουργείου σχετικά με το θέμα αυτό είναι
αυτονόητο, δοθέντος ότι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων-μελών μας, είναι εκπαιδευτικοί φροντιστηρίων, κέντρων ξένων γλωσσών κλπ., οι οποίο εργάζονται με καθεστώς συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι περισσότερες εκ των οποίων για το σχολικό έτος 2019-2020, λήγουν την 31-5-2020 ή εντός του Ιουνίου 2020. Συγκεκριμένα:
1.- Με την από 14-3-2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 64/14-3-2020) και στο άρθρο δέκατο τρίτο αυτής, προβλέφθηκε ο Μηχανισμός στήριξης των εργαζομένων για το διάστημα της προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας των επιχειρήσεων στα πλαίσια των μέτρων της αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού. Σύμφωνα με το Μηχανισμό αυτό, αυτός συνίσταται στη λήψη μέτρων «…συμπεριλαμβανομένων μέτρων οικονομικής στήριξης, αποζημίωσης ειδικού σκοπού, ασφαλιστικής κάλυψης, έκτακτων επιδομάτων και επιταγών κατάρτισης….», ενώ με την παρ. 4 και 5 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε η έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων για την εξειδίκευση των μέτρων και των προϋποθέσεων.
2.- Ακολούθησε, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου της από 14-3-2020 ΠΝΠ, η έκδοση της ΚΥΑ 12998/232/23-3-2020«Μέτρα στήριξης εργαζομένων επιχειρήσεων-εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα, που έχουν αριθμό μητρώου εργοδότη (ΑΜΕ) στον e-ΕΦΚΑ, των οποίων ή έχει ανασταλεί η επιχειρηματική τους δραστηριότητα, βάσει ΚΑΔ, με εντολή δημόσιας αρχής ή πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ κύριας δραστηριότητας ή δευτερεύουσας βάσει των ακαθάριστων εσόδων έτους 2018, όπως ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19»(ΦΕΚ Β’ 1078/28-03-2020), με την οποία καθορίζονταν οι όροι και οι προϋποθέσεις της υπαγωγής των εργαζομένων στον ως άνω Μηχανισμό στήριξης και με την οποία εισήχθη ο θεσμός της «αναστολής συμβάσεων εργασίας» (Κεφ.Α1 άρθρ.1 και Α2 αρθρ.1). Για τους εργαζόμενους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η ως άνω ΚΥΑ αναφέρει τα εξής: «Ειδικότερα οι συμβάσεις εργασίας εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που λήγουν μετά την απαγόρευση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων – εργοδοτών της παραγράφου 1, τίθενται σε αναστολή κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται» (Κεφ.Α1 άρθρ.1 παρ. 3-αφορά τις «κλειστές» επιχειρήσεις) και «Συμβάσεις εργασίας εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που δεν έχουν λήξει μέχρι την 21/3/2020 μπορούν να τίθενται σε αναστολή. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται μετά την ολοκλήρωση του χρόνου της αναστολής τους. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και αφορούν εργαζόμενους επιχειρήσεων – εργοδοτών της παραγράφου 1 της παρούσας.» (Κεφ.Α2 άρθρ.1 παρ. 2-αφορά τις «πληττόμενες» επιχειρήσεις).
3.- Τέλος, εκδόθηκε η Κοινή Υπουργική Απόφαση Αριθμ. οικ.17788/346/2020 «Περαιτέρω μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων – εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την σταδιακή επαναλειτουργία της αγοράς εργασίας» (ΦΕΚ 1779/Β/10-5-2020),
κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο της από 1.5.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (90 Α’), η οποία περιέχει τις εξής ρυθμίσεις αναφορικά με τους εργαζόμενους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου: «Επίσης παρατείνεται η αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν τεθεί σε αναστολή. Μετά το πέρας του διαστήματος της παράτασης αναστολής, η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται, όταν η επιχείρηση – εργοδότης επαναλειτουργήσει» (Κεφ.Α1 άρθρ.1 παρ.2-αφορά τις «κλειστές» επιχειρήσεις) και «Συμβάσεις εργασίας εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχαν τεθεί σε αναστολή, δύναται να παραταθεί η αναστολή τους. Μετά το πέρας του διαστήματος παράτασης της αναστολής, η σύμβαση εργασίας συνεχίζεται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.» (Κεφ. Α2 άρθρ. 1 παρ.8- αφορά τις «πληττόμενες» ή επαναλειτουργούσες το Μάιο επιχειρήσεις).
Από τις ανωτέρω μνημονευόμενες νομικές διατάξεις όμως, θεωρούμε ότι δεν αποτυπώνεται με πλήρη καθαρότητα η βούληση του νομοθέτη, αναφορικά με την παράταση ή μη του χρόνου εργασίας στην περίπτωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Τόσο ειδικοί-νομικοί, όσο και τα λογιστήρια των επιχειρήσεων αδυνατούν να δώσουν μία κοινή, σαφή απάντηση ή ερμηνεία, σχετικά με το τι τελικά ισχύει για τους εργαζόμενους αυτούς, με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί σύγχυση σε χιλιάδες εκπαιδευτικούς. Και τούτο διότι η έννοια του «συμφωνηθέντος χρόνου που υπολείπεται» αφήνει, κατά την άποψή μας, περιθώρια ευρέων παρερμηνειών οι οποίες καταλήγουν είτε στη μη τήρηση του νόμου είτε σε φαλκίδευση εργασιακών δικαιωμάτων. Για παράδειγμα (όπως αυτά έχουν προκύψει από ερωτήματα που έχουν τεθεί κατά εκατοντάδες στη νομική υπηρεσία της Ομοσπονδίας μας):
– Καθηγητής (σε αναστολή) σε φροντιστήριο του οποίου η σύμβαση ορισμένου χρόνου έληγε την 30-4-2020 και η αναστολή παρατείνεται έως 18-5-2020 (οπότε και ανοίγει η δομή), ευρίσκεται δηλ. σε αναστολή σύμβασης από την 15-3-2020 (ή και νωρίτερα). Η σύμβασή του παρατείνεται αναγκαστικά έως την 15-6-2020 (1-5-20 + 45 ημέρες η διάρκεια αναστολής); Σημειωτέον ότι η άποψη αυτή διατυπώθηκε προφορικά από εσάς σε διαδικτυακή συζήτηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας την 16-4-2020, ότι δηλ. ο χρόνος «παγώνει» και συνεχίζει μετά την άρση της αναστολής λειτουργίας.
– Καθηγητής (σε αναστολή) σε φροντιστήριο του οποίου η σύμβαση ορισμένου χρόνου λήγει την 1-6-2020, δηλ. σε χρονικό διάστημα μετά την έναρξη λειτουργίας του φροντιστηρίου (18-5-2020). Η σύμβασή του λήγει κανονικά (δοθέντος ότι ο «συμφωνημένος υπολειπόμενος χρόνος» είναι η ημερομηνία αυτή-1/6/2020) ή παρατείνεται για ισόποσο διάστημα από την επαναλειτουργία (δηλ. 18/5/2020 + 45 ημέρες αναστολή);
– Επίσης ο χρόνος παράτασης της σύμβασης ορισμένου χρόνου υπολογίζεται σωρευτικά, δηλ. λαμβάνονται υπόψη οι 45 ημέρες αναστολής του
διαστήματος Μαρτίου-Απριλίου πλέον των 30 (ή λιγότερων) ημερών αναστολής του διαστήματος Μαΐου; Έτσι, εργαζόμενος του οποίου η σύμβαση λήγει 31-5-2020 και βρίσκεται σε αναστολή από 15-3-2020, η σύμβασή του θα παραταθεί για 45+30 ημέρες δηλ. θα λήξει την 15-8-2020;
Με άλλα λόγια δεν έχει γίνει ευρέως ευκρινής η έννοια του «συμφωνηθέντος υπολειπόμενου χρόνου», με αποτέλεσμα κάποια λογιστήρια να δέχονται ακόμα και ότι ο συμφωνηθείς χρόνος είναι η κανονική ημερομηνία λήξης της σύμβασης, ανεξαρτήτως αν αυτή βρίσκεται εντός του χρόνου αναστολής της σύμβασης ή της λειτουργίας της επιχείρησης!
Είναι απολύτως κρίσιμο και επείγον να εκδοθεί διευκρινιστικό έγγραφο-εγκύκλιος με συγκεκριμένα παραδείγματα, έτσι ώστε να αρθεί κάθε αμφισβήτηση ως προς τον ακριβή χρόνο λήξης των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν τεθεί σε αναστολή, προστατεύοντας έτσι και τα δύο μέρη της σύμβασης εργασίας από τη διολίσθηση σε, ενδεχομένως αθέλητες, παράνομες ενέργειες.