Σύνταγμα της Ελλάδος, άρθρο 16, παρ. 8
Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Kράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.
Η Πέμπτη, 17/10, είναι μια εξαιρετικά κρίσιμη ημέρα για την ελληνική εκπαίδευση. Συζητείται στο ΣτΕ προσφυγή του Συνδέσμου των σχολαρχών κατά του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την ιδιωτική εκπαίδευση και έχει ως στόχο τα ιδιωτικά σχολεία να λειτουργούν ασύδοτα, χωρίς κρατική εποπτεία, με μοναδικό κανόνα λειτουργίας τους το «νόμο» της αγοράς.
Η συνταγματική επιταγή για την εποπτεία των ιδιωτικών σχολείων και των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού τους τηρείται στη χώρα μας απαρέγκλιτα από το 1977 (που ψηφίστηκε ο θεμελιώδης νόμος 682) μέχρι και σήμερα, με μοναδική «σκοτεινή» παρένθεση την περίοδο 2014-16, όταν και με το Νόμο Αρβανιτόπουλου καταλύθηκε η συνταγματική τάξη, γεγονός που είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στη λειτουργία της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Η προσφυγή του Συνδέσμου των σχολαρχών (ΣΙΣ) που συζητείται την ερχόμενη Πέμπτη 17/10 στο ΣτΕ με σκοπό την ακύρωση της Ανεξάρτητης Επιτροπής που προβλέπεται από τη νομοθεσία (Ν. 4472/2017) και ελέγχει τη νομιμότητα και την καταχρηστικότητα των καταγγελιών σύμβασης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών έχει ως σκοπό την επιστροφή στη μαύρη αυτή διετία και την εκ νέου εγκαθίδρυση ενός ακραίου καθεστώτος ανομίας στα ιδιωτικά σχολεία.
Οφείλουμε αρχικά να σημειώσουμε ότι η νομοθέτηση της Ανεξάρτητης Επιτροπής δεν ήταν απλώς επιλογή κάποιας κυβέρνησης, ή οποιουδήποτε κόμματος. Επεβλήθη τόσο από την Κομισιόν που το 2014, μετά το χάος ανομίας που διαπίστωσε στην ιδιωτική εκπαίδευση, επέβαλε στην Ελλάδα τη διαπίστωσε αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου με στόχο τη διασφάλιση της νομιμότητας των τίτλων σπουδών όσο και από το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κώδικα που ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα από τη Βουλή το 2015.
Το βασικό επιχείρημα των σχολαρχών είναι η «σοβιετοποίηση» της ιδιωτικής εκπαίδευσης και η «μονιμοποίηση» των εκπαιδευτικών. Βεβαίως τα επιχειρήματα αυτά διαψεύδονται από την πραγματικότητα. Τα ιδιωτικά σχολεία μπορούν να απολύσουν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της χρονιάς κάποιον εκπαιδευτικό αορίστου χρόνου, αρκεί να αιτιολογήσουν επαρκώς την καταγγελία. Η δήθεν «δυσκολία» της απόλυσης φαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία της Επιτροπής που μας παρέδωσε η Διεύθυνση Ιδιωτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και από τα οποία προκύπτει πως δεν υφίσταται καμιά μονιμότητα για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς. Ταυτόχρονα το διάστημα ισχύος του νόμου που «χτυπούν» οι σχολάρχες έχουν απολυθεί τουλάχιστον 400 εκπαιδευτικοί στη λήξη της διετίας χωρίς καμιά αιτιολόγηση. Εμείς προκαλούμε το Σύνδεσμο των ιδιοκτητών να αναφέρει δημόσια, βάσει επίσημων στοιχείων, αν πράγματι υπάρχει μονιμότητα για τους συναδέλφους μας, όπως ψευδώς ισχυρίζονται, και ποιος είναι ο πραγματικός λόγος της προσφυγής τους.
Απάντηση πιθανότατα δεν θα λάβουμε. Διότι δεν είναι η «μονιμοποίηση» του εκπαιδευτικού προσωπικού που ενοχλεί τους εκπροσώπους των ιδιοκτητών. Αυτό που επιδιώκουν είναι η άρση κάθε εμποδίου στην καταγγελία σύμβασης, ώστε αυτή να είναι πλήρως αναιτιολόγητη. Αυτό που για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στην εκπαίδευση θεωρείται αδιανόητο, δηλαδή η αναίτια απόλυση, ορισμένοι επιχειρηματίες της εκπαίδευσης θέλουν να το κάνουν νόμο του κράτους.
Για ποιο λόγο, όμως, αποφάσισαν να προβούν σε αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ; Ο λόγος είναι απλός. Το διακύβευμα είναι το δημόσιο αγαθό της εκπαίδευσης που κατά το Σύνταγμα παρέχουν και τα ιδιωτικά σχολεία. Η ηγεσία των ιδιοκτητών των ιδιωτικών σχολείων επιδιώκει αυτό να μετατραπεί σε εμπόρευμα. Εάν ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα με παρρησία να ζητά την εφαρμογή της νομιμότητας στο σχολείο του, τότε στέκει εμπόδιο στην εμπορευματοποίηση του αγαθού και αποτελεί «εχθρό» της ιδιοκτησίας. Διότι όταν ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να πιεστεί, ή να απειληθεί με απόλυση, δυσκολεύουν πολύ, μεταξύ άλλων:
- Η αλλοίωση των βαθμών των μαθητών και η παραχάραξη των ενδοσχολικών εξετάσεων με στόχο την έκδοση παράνομων, δήθεν άριστων, τίτλων σπουδών
- Η εφαρμογή παράνομων ωρολόγιων προγραμμάτων
- Η εργασιακή εκμετάλλευση του εκπαιδευτικού προσωπικού και η «δωρεάν» απασχόλησή του σε ημέρες και ώρες εκτός νόμιμου προγράμματος
- Η αδήλωτη εργασία και η φοροδιαφυγή
Η λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων σε ένα πλαίσιο ασυδοσίας, όπως είναι εύλογο, αποτελεί κίνδυνο για το αγαθό της εκπαίδευσης με κύρια θύματα εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές που φοιτούν είτε σε νομίμως λειτουργούντα ιδιωτικά σχολεία είτε στα δημόσια σχολεία. Οι απόφοιτοι με τους δήθεν άριστους τίτλους σπουδών παίρνουν τη θέση σε εγχώρια και διεθνή Πανεπιστήμια και σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ από τα παιδιά που δεν έχουν τη δύναμη του χρήματος για να εξαγοράσουν προσόντα που θα τους εξασφάλιζαν μια θέση στον ήλιο.
Είμαστε βέβαιοι ότι το ΣτΕ που με τη μνημειώδη απόφασή του 622/2010 ρητά ανέφερε ότι «τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια δεν αποτελούν αμιγείς επιχειρήσεις και οι νομοθετικές ρυθμίσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν όπως ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστα να εκτελούν τα καθήκοντά όπως για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της Παιδείας, ο οποίος έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος» θα διασφαλίσει για μια ακόμη φορά τη συνταγματική τάξη στην εκπαίδευση.