ΑρχικήΑνακοινώσειςΤο ζήτημα των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων δεν αντιμετωπίζεται με...

Το ζήτημα των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών βιβλίων δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια και ημίμετρα – Αναγκαιότητα επανέναρξης του Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία

- Advertisement -spot_img

Η φύση και το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων και, φυσικά, το περιεχόμενο των εγχειριδίων που συγγράφονται με βάση τα προγράμματα σπουδών αποτελούν βασικές παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Όπως τακτικά αναφέρουμε στις ερευνητικές εργασίες της ΟΙΕΛΕ και του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, η εμμονή των προγραμμάτων σπουδών να επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην ανάπτυξη και ενίσχυση γνωστικών/ακαδημαϊκών δεξιοτήτων, διευρύνει το χάσμα μεταξύ των μαθητών με υψηλή και χαμηλή επίδοση. Η ύλη είναι ογκώδης και χαοτική και, από τις πρώτες κιόλας τάξεις του δημοτικού, επικεντρωμένη σε «βασικά αντικείμενα» (κυρίως ελληνική γλώσσα και μαθηματικά), χωρίς την ποικιλομορφία άλλων, προηγμένων εκπαιδευτικών συστημάτων που δίνουν βαρύτητα σε καλές τέχνες, καθημερινές δεξιότητες, νέες τεχνολογίες, ερευνητικές δράσεις, χρήση βιβλιοθήκης κ.λπ. Ακόμη και η εισαγωγή «εναλλακτικών» θεμάτων, όπως η ευέλικτη ζώνη ή τα εργαστήρια δεξιοτήτων, δεν συνοδεύτηκαν με αντίστοιχη μείωση της ύλης των λεγόμενων βασικών μαθημάτων (τουναντίον, η ύλη συνεχώς αυξάνεται) ούτε με σχετική κατάρτιση των εκπαιδευτικών στη διαθεματικότητα. Το δε σύστημα πρόσβασης αχρηστεύει πλήρως παιδαγωγικά την ανώτερη δευτεροβάθμια (Λύκειο) με τα προγράμματα σπουδών να ενισχύουν τον μηχανιστικό χαρακτήρα του συστήματος.

Συχνά ακούμε εξαγγελίες για τον εξορθολογισμό της ύλης. Ο νυν Υπουργός Παιδείας ορθά αναφέρει πως αποτελεί αναγκαιότητα η δραστική μείωσή της, αλλά αυτό δεν αρκεί. Αν δεν αλλάξει, όχι μόνο η ποσότητα αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, θα έχουμε το ίδιο κακό «προϊόν», απλώς σε μικρότερη δόση. Επομένως, η μείωση της ύλης ελάχιστα θα βοηθήσει, καθώς η αναντιστοιχία της με τις δυνατότητες πρόσληψης του μέσου μαθητή θα συνεχίσουν να διογκώνουν τις εκπαιδευτικές και τις κοινωνικές ανισότητες.

Αναλυτές διεθνών προγραμμάτων σπουδών ισχυρίζονται ότι τα ελληνικά αναλυτικά προγράμματα έχουν «βαρύ» θεωρητικό χαρακτήρα και δεν απευθύνονται στο σύνολο των παιδιών της κάθε τάξης. Τίθεται συχνά το παράδειγμα των μαθηματικών του ελληνικού δημοτικού σχολείου. Μεγάλο τμήμα της ύλης των τριών τελευταίων τάξεων, διδάσκονται στην κατώτερη δευτεροβάθμια πολλών χωρών με προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα. Όπως προαναφέρθηκε, ο εξαιρετικά μεγάλος βαθμός δυσκολίας της ύλης, ανοίγει την ψαλίδα ανάμεσα στους μαθητές που ανταποκρίνονται (και που, κυρίως, προέρχονται από τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα εξωσχολικής υποστήριξης) και σε αυτούς που δεν καταφέρνουν να κατακτούν τους υπερβολικά φιλόδοξους στόχους που τίθενται. Τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να είναι σύγχρονα, πολυσυλλεκτικά, ποικιλόμορφα και θα πρέπει να θέτουν εφικτούς και μετρήσιμους στόχους. Οι τραγικές αποτυχίες των μαθητών μας σε διεθνείς διαγωνισμούς θα έπρεπε να έχουν χτυπήσει καμπανάκι κινδύνου και, αντί να χρησιμοποιούνται για δαιμονοποίηση των εκπαιδευτικών, να αποτελούν λόγο δραστικής αλλαγής του παιδαγωγικού μας μοντέλου.

Είναι μοιραίο ότι τα εγχειρίδια που συγγράφονται με βάση αυτά τα προγράμματα σπουδών, θα έχουν τα ίδια παθογόνα χαρακτηριστικά, αποτελώντας εργαλείο μιας αποτυχημένης εκπαιδευτικής πολιτικής. Όπως η μείωση της ύλης δεν θεραπεύει το περιεχόμενό της, έτσι και διορθωτικές αλλαγές, όπως το πολυδύναμο εγχειρίδιο, δεν θα βοηθήσουν, αν πρώτα δεν υπάρξουν δομικές αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών. Και επειδή υπάρχει μια έντονη φημολογία για το ποιοι ή ποιες ομάδες αναλαμβάνουν τη συγγραφή τους, είναι σημαντικό να υπάρχει μια ανεξάρτητη αρχή που θα επιλέγει, με απολύτως διαφανή κριτήρια ποιότητας, τα βιβλία, όποιοι κι αν τα συγγράφουν, κι όχι να επιλέγονται αυτά που εκδίδουν οι «αρεστοί» του όποιου συστήματος.

Όπως έχουμε τονίσει και στο παρελθόν, ζητήματα όπως η συγκρότηση των αναλυτικών προγραμμάτων, η ανάκτηση του παιδαγωγικού χαρακτήρα του Λυκείου, το σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση, η εφαρμογή καινοτομιών και νεωτερικών στρατηγικών, η μετάβαση στην ψηφιακή εκπαίδευση, η ποιοτική αποτίμηση του συστήματος, η ελκυστικότητα του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού, η επιμόρφωση θα πρέπει να αποτελέσουν το σώμα ενός εθνικού διαλόγου στον οποίο θα συμμετέχουν ισότιμα όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Αυτός ο απαραίτητος εθνικός διάλογος έχει «θαφτεί» εδώ και 14 χρόνια στα ερείπια της πολωμένης εποχής των μνημονίων. Ζητούμε από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να εκκινήσει και πάλι τον διάλογο αυτό, καθώς  ένας τεκμηριωμένος και καλά δομημένος στρατηγικός σχεδιασμός θα πρέπει να έχει σχεδιαστεί, υποστηριχθεί και αξιολογηθεί από όλους τους εμπλεκομένους φορείς και συλλογικότητες της εκπαίδευσης σε μια βήμα προς βήμα πορεία επίλυσης των προβλημάτων.

 

- Advertisement -spot_img
Δείτε επίσης
Ανακοινώσεις
- Advertisement -spot_img