ΑρχικήΑνακοινώσειςΔημόσια παρέμβαση του Προέδρου της ΟΙΕΛΕ: «Διευθυντής ή Δυνάστης; Δημοκρατικό σχολείο vs...

Δημόσια παρέμβαση του Προέδρου της ΟΙΕΛΕ: «Διευθυντής ή Δυνάστης; Δημοκρατικό σχολείο vs Σχολείο της αγοράς»

- Advertisement -spot_img

Με αφορμή τις αλλαγές που το Υπουργείο Παιδείας προτείνει για τον Διευθυντή της σχολικής μονάδας, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στο δημόσιο διάλογο την πάγια καταστατική θέση της Ομοσπονδίας μας για το ανοιχτό, δημοκρατικό και συμπεριληπτικό σχολείο που θα είναι προσβάσιμο σε κάθε πολίτη. Πρόκειται για μια επεξεργασμένη επιστημονικά πρόταση που συνδέεται με τη συνολική μας άποψη για την εκπαίδευση και την κοινωνία και το σύγχρονο ρόλο της παιδαγωγικής.

Στο σχολείο που εμείς οραματιζόμαστε, ο Διευθυντής είναι primus inter pares, οργανικό μέλος ενός ισχυρού Συλλόγου Διδασκόντων, τον οποίο συντονίζει δημοκρατικά, ισότιμα και δίκαια. Οι προτάσεις της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας για έναν Διευθυντή της σχολικής μονάδας με υπερβολικά ενισχυμένες αρμοδιότητες (με το «δέλτα κεφαλαίο», όπως είπε χαρακτηριστικά σε δημόσια δήλωσή του ο Υπουργός Παιδείας) φοβούμαστε ότι δεν θα βελτιώσουν το σχολείο, ούτε θα φέρουν το ποιοτικό άλμα που απαιτεί η σύγχρονη εποχή.

Αντίθετα, η αυταρχική διοίκηση, ιδίως αν η επιλογή του Διευθυντή δεν γίνεται με διαφάνεια και αξιοκρατία, θα γεννήσει διχασμό, δυσαρέσκεια και απογοήτευση στο σώμα των εκπαιδευτικών και, τελικά, θα υπονομεύσει την απαιτούμενη εκπαιδευτική αρμονία που είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της σχολικής μονάδας.

Έχουμε πολλάκις αναφέρει ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης για την Παιδεία αντιγράφουν το νεοφιλελεύθερο αγγλοσαξονικό μοντέλο, ένα από τα δύο κυρίαρχα ρεύματα στο χώρο της εκπαίδευσης παγκοσμίως (το άλλο είναι το σκανδιναβικό, ιδίως το φινλανδικό σύστημα). Εμβληματικά, σε σχέση με το πρώτο μοντέλο, είναι δύο κείμενα. Η μελέτη Nation at War (1983) που οδήγησε στην μεταρρύθμιση Reagan στις ΗΠΑ και η έκθεση του Lord Elton (1988) που οδήγησε σε μια αντίστοιχη μεταρρύθμιση που επέβαλε η κυβέρνηση της Margaret Thatcher στη Βρετανία. Κοινά χαρακτηριστικά και των δύο μεταρρυθμίσεων, αποτελεί η εισαγωγή όρων αγοράς στο χώρο της εκπαίδευσης, η μείωση της κρατικής εποπτείας, η κατηγοριοποίηση των σχολείων βάσει κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων,  η ένταση της γραφειοκρατίας και του όγκου εργασίας των εκπαιδευτικών, η εισαγωγή μετρήσιμων δεικτών στην αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών κ.λπ.

Πέτυχαν οι μεταρρυθμίσεις στις αγγλοσαξονικές χώρες; Η απάντηση είναι ότι απέτυχαν. Δεκάδες έρευνες έχουν αποδείξει την πτώση της ποιότητας της εκπαίδευσης στις δύο χώρες (χαρακτηριστική είναι η πτώση των επιδόσεων των Βρετανών μαθητών σε διεθνείς διαγωνισμούς), την αύξηση της επαγγελματικής εξουθένωσης και της ματαίωσης των εκπαιδευτικών αλλά και την πρόκληση ευρύτερων συνεπειών στο χώρο της Παιδείας και της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Βρετανοί νέοι δηλώνουν ως «οι πιο δυστυχισμένοι» στο δυτικό κόσμο με βάση την έκθεση 2024 Good Childhood και ότι οι εκπαιδευτικοί στην ίδια χώρα παραιτούνται μαζικά λόγω τραγικών συνθηκών εργασίας.

Αντιθέτως, το φινλανδικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή «ποιοτική εκπαίδευση για όλους, από την πρωτεύουσα μέχρι το τελευταίο χωριό», έχει σαφώς καλύτερα αποτελέσματα. Απέναντι στο σχολείο της αγοράς του αγγλοσαξονικού μοντέλου, στέκει το σχολείο της κοινωνίας, της ανοιχτής πρόσβασης όλων των μαθητών, ανεξαρτήτως κοινωνικής, οικονομικής και εθνοπολιτισμικής προέλευσης. Στη Φινλανδία, και γενικότερα στις χώρες που προκρίνουν το δημοκρατικό μοντέλο λειτουργίας της εκπαίδευσης, το εκπαιδευτικό επάγγελμα θεωρείται υψηλού κύρους, αμείβεται καλά και οι εκπαιδευτικοί προέρχονται από το ανώτερο τρίτο των αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης.

Κρίσιμο ρόλο στη λειτουργία του σχολείου παίζει ο Διευθυντής. Στο αγγλοσαξονικό μοντέλο, ο επικεφαλής του σχολείου έχει «φαραωνικές» αρμοδιότητες που δεν περιορίζονται στο συντονισμό του συλλόγου διδασκόντων, αλλά επεκτείνονται στο management και ιδίως στον πανοπτισμό  και την χειραγώγηση του εκπαιδευτικού έργου.

Έτσι δημιουργήθηκε το φαινόμενο του “superhead” που δεν έχει μόνο την ευθύνη της ομαλής παιδαγωγικής λειτουργίας του σχολείου, αλλά και της οικονομικής διαχείρισης, της επιλογής προσωπικού και των μαθητών (voucher / ελεύθερη επιλογή σχολείου), της συνεργασίας με επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την καθαριότητα, την εστίαση, τη φύλαξη κ.λπ.

Όσοι παρακολουθούν την πορεία του μοντέλου αυτού, γνωρίζουν τα τεράστια προβλήματα κακοδιοίκησης και υποχρηματοδότησης που έχει γεννήσει οι εν λόγω πρακτικές. Τούτο, διότι ο «υπερδιευθυντής» είναι τμήμα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που χάνει το δημόσιο χαρακτήρα του και μεταφέρει διαρκώς κομμάτια του στην δήθεν ελεύθερη αγορά, μετατρέποντας τον διευθυντή της σχολικής μονάδας από συντονιστή-εμψυχωτή και εγγυητή του παιδαγωγικού έργου σε έναν πλασιέ πολυτελείας που αναζητά χρηματοδότες.  Αυτό είναι ακόμη πιο έντονο – όπως ήδη επισημάνθηκε – σε συστήματα που έχει επιβληθεί η ελεύθερη γονεϊκή επιλογή και τα vouchers που αποτελούν προεκλογικές δεσμεύσεις και διακαή πόθο της κυβέρνησης.

Στο φινλανδικό μοντέλο δεν υπάρχει καμιά χωριστή αναφορά στη νομοθεσία στις αρμοδιότητες του Διευθυντή, καθώς θεωρείται ότι επιτελεί ένα οργανικά ενσωματωμένο ρόλο στο πλαίσιο του Συλλόγου Διδασκόντων με καθαρά παιδαγωγικό/συντονιστικό ρόλο. Επιλέγεται από ανεξάρτητο σώμα βάσει της προϋπηρεσίας του και της ακαδημαϊκής του γνώσης σε ζητήματα εκπαιδευτικής ηγεσίας[1].

Αναρωτιέται κάποιος, για ποιο λόγο η ελληνική κυβέρνηση επενδύει σε ένα αποτυχημένο μοντέλο Διευθυντή. Και δεν έχει αποτύχει μόνο διεθνώς, αλλά έχει αποτυπωμένη επίδοση στην εγχώρια ιδιωτική εκπαίδευση που λειτουργεί συχνά με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Σε αρκετές περιπτώσεις ο Διευθυντής, επιλέγεται  όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες, αλλά από έναν επιχειρηματία, επιτρέπει την αδιαφάνεια και την παρανομία ενώ σε πολλές περιπτώσεις παίζει το ρόλο του «επιστάτη των συμφερόντων» του ιδιοκτήτη.

Διόλου τυχαία, στην έρευνα της ΟΙΕΛΕ για τη Μεγάλη Παραίτηση, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί σε ποσοστό 62% αναφέρουν ότι τα διευθυντικά στελέχη στο σχολείο τους δεν έχουν επιλεγεί με διαφάνεια και το 58% αναφέρουν πως στο σχολείο τους δεν λειτουργεί αυτόνομα ο Σύλλογος Διδασκόντων!   Ένα τέτοιο σχολείο, με τέτοιους Διευθυντές οραματίζονται η κυβέρνηση και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας;

Η θέση μας είναι ότι δεν μπορεί να υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα που να υποστηρίζει το δημόσιο και κοινωνικό αγαθό της παιδείας, αν δεν έχει στο κέντρο του το δημοκρατικό σχολείο.

Καρδιά του δημοκρατικού σχολείου είναι ένας ισχυρός σύλλογος διδασκόντων, ένας δημιουργικός σύλλογος προσωπικοτήτων, και ένας διευθυντής που θα «είναι δημοκρατικός, θα ηγείται δημοκρατικά, θα διδάσκει τη δημοκρατία και θα δημιουργεί μια βιώσιμη δημοκρατική σχολική κουλτούρα»[2].

 

Δρ Γιώργος Χριστόπουλος

Πρόεδρος ΔΣ ΟΙΕΛΕ

Γραμματέας Εκπαίδευσης της ΓΣΕΕ

 

 

 

 

[1] UNESCO (2024). School Leadership in Finland. Global Education Monitoring Report: Profiles Enhancing Education Reviews. Available: https://education-profiles.org/europe-and-northern-america/finland/~school-leadership

[2] Fintan McCutcheon, Joanna Haynes – Leadership matters in democratic education: Calibrating the role of Principal in one democratic school στο Journal of Philosophy of Education, Volume 56, Issue 6, Dec 2022, Pages 957–969

- Advertisement -spot_img
Δείτε επίσης
Ανακοινώσεις
- Advertisement -spot_img